- παιδός
- παῖςchildmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παῖδος — παῖς child masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλβανόπαις — ( παιδος), ο το αλβανόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + παις] … Dictionary of Greek
πεντηκοντάπαις — παιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ και πεντηκοντόπαις, Μ αυτός που έχει πενήντα παιδιά αρχ. αυτός που περιλαμβάνει πενήντα παιδιά («πέμπτη δ ἀπ αὐτοῡ γέννα πεντηκοντάπαις... πρὸς Ἄργος... ἐλεύσεται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + παῖς (πρβλ. δί παις)] … Dictionary of Greek
πρατοπάμπαις — παιδος, ὁ, Α αρχηγός παιδιών που βρίσκονται στην ακμή τής παιδικής τους ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος, δωρ. τ. τού πρῶτος + πάμπαις (< παυ * + παῑς)] … Dictionary of Greek
πρατόπαις — παιδος, ὁ, Α δωρ. τ. βλ. πρωτόπαις … Dictionary of Greek
πρωτόπαις — παιδος, ο, η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατόπαις, Α (λόγιος τ.) το πρώτο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + παῖς «παιδί»] … Dictionary of Greek
ταρταρόπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Εκάτης) παιδί τού Ταρτάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάρταρος + παῖς (πρβλ. θαλασσό παις)] … Dictionary of Greek
φιλοβούπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσουν οι έφηβοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βούπαις «έφηβος, παληκαρόπουλο»] … Dictionary of Greek
χθονόπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει γεννηθεί από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + παῖς (πρβλ. οὐρανό παις)] … Dictionary of Greek
ωριόπαις — παιδος, ὁ, ἡ, Μ (ως προσωνυμία τής Θεοτόκου) αυτός που έχει παιδί ώριμης ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥριος + παῖς) … Dictionary of Greek